- ορείχαλκος
- Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20-25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν ψυχρώ με εργαλεία (τόρνευση, φρεζάρισμα). Οι «ειδικοί» ο. είναι κράματα χαλκού και ψευδάργυρου με προσθήκη και άλλων μετάλλων (σιδήρου, πυριτίου, κασσιτέρου, αργιλίου κλπ.), τα οποία προσδίδουν στον ο. ειδικά χαρακτηριστικά, βελτιώνουν τις μηχανικές ιδιότητες του κράματος και την αντοχή στη διάβρωση. Από ορείχαλκο κατασκευάζονται τμήματα μηχανών, εξαρτήματα μηχανικής και ηλεκτρικής χρήσης, βίδες, κοχλίες, διακοσμητικά αντικείμενα, μουσικά όργανα κ.ά.
Τέχνη. Ο ο. χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην τέχνη των κλασικών και ανατολικών πολιτισμών μετά το 2000 π.Χ. Οι πολιτισμοί αυτοί γνώριζαν τέλεια τις διάφορες τεχνικές κατεργασίας του μετάλλου, όπως τη χάραξη, το χτύπημα και τη χύτευση. Ελάχιστα ορειχάλκινα έργα της αρχαιότητας έχουν σωθεί, γιατί η αξία του υλικού που μπορούσε να ξαναχρησιμοποιηθεί για την κατασκευή άλλων έργων, προκαλούσε πάντοτε την αρπακτική διάθεση. Toν 17o αι. ακόμα, ο Μπερνίνι χρησιμοποίησε τον ο. του επιστυλίου του Πανθέου της Ρώμης για να δημιουργήσει το κουβούκλιο της Εξομολόγησης του Αγίου Πέτρου. Από τα αρχαία ελληνικά ορειχάλκινα αγάλματα, κολοσσιαίων κάποτε διαστάσεων, χυτευμένα με θαυμαστή τεχνική (όχι απόλυτα γνωστή ακόμα σήμερα) απομένουν, εκτός από την ανάμνηση των περίφημων έργων του Πυθαγόρα, του Μύρωνα, του Φειδία, του Πολύκλειτου, του Σκόπα, του Πραξιτέλη, και του Λύσιππου, λίγα σπάνια θαυμάσια δείγματα όπως ο Ηνίοχος (5ος αι. π.Χ., Μουσείο Δελφών), ο Απόλλων του Πιομπίνο (μέσα 5ου αι. π.Χ., Παρίσι, Μουσείο Λούβρου), ο λεγόμενος Ποσειδών του Αρτεμισίου (5ος αι. π.Χ.), ο Δίας της Ιστιαίας (470 π.Χ.) και ο Έφηβος των Αντικυθήρων (4ος αι. π.Χ., και τα τρία στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών) κ.ά. Φημισμένα εργαστήρια όπου κατασκευάζονταν αντικείμενα οικιακής χρήσης από o., δηλαδή κρατήρες, τρίποδες, καθρέφτες (δείγματα στο Λούβρο), αναθηματικά αγαλματίδια και έπιπλα υπήρχαν τον 6o-5o αι. στην Κόρινθο και στη Σικυώνα και τον 4o αι. στην Αττική.
Ένα σπάνιο δείγμα ετρουσκικού αγάλματος από ο. είναι ο Αγορεύων του 3ου αι. π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας). Αξιόλογη είναι και η παραγωγή της ρωμαϊκής εποχής, από την οποία απομένουν μερικά αγάλματα, όπως ο Απόλλων Κιθαρωδός και ο Δορυφόρος του Πολύκλειτου (αντίγραφα ελληνικών πρωτοτύπων, στο Μουσείο της Νεάπολης), ο Απακανθιζόμενος (1ος αι. π.Χ., Ρώμη, Μουσείο των Κονσερβατόρι), ο Διαδούμενος (1ος αι. π.Χ., Ρώμη, Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο) και το περίφημο άγαλμα του έφιππου Μάρκου Αυρήλιου στη Ρώμη (2ος αι. π.Χ.), που έχει ίχνη επιχρύσωσης, μικρά αλλά τέλεια αγαλματίδια ζώων (Ρώμη, Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο) και πολύ κομψά και λεπτά είδη οικιακής χρήσης (κυρίως από το Ηράκλειο και την Πομπηία). Χαρακτηριστικά δείγματα της τεχνικής της χύτευσης ορειχάλκινων αγαλμάτων στους αυτοκρατορικούς χρόνους είναι οι γιγαντιαίοι ανδριάντες αυτοκρατόρων (όπως ο Κολοσσός της Μπαρλέτα, ύψους 5 μ.). Η τεχνική της χύτευσης δεν χάθηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους, χρησιμοποιήθηκε όμως, κυρίως, για την κατασκευή ιερών και λειτουργικών αντικειμένων και για τις καμπάνες των ναών. Τα μετάλλια, οι λύχνοι και οι λυχνοστάτες μαρτυρούν για την τέχνη του ο. κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, ενώ τα όπλα, οι πόρπες και τα διάφορα κοσμήματα είναι τεκμήρια της βαρβαρικής τέχνης.
Από την εποχή του Καρλομάγνου σώζεται, εκτός των άλλων, ένα αγαλματίδιο του αυτοκράτορα. Τα κυριότερα κέντρα παραγωγής ιερών σκευών ήταν το 11o και 12o αι. το Χίλντεσχαϊμ (Γερμανία), όπου χυτεύτηκαν οι θύρες της εκκλησίας του αρχάγγελου Μιχαήλ και η περίφημη ιστορημένη κολόνα του καθεδρικού ναού, και η Ρηνανία, της οποίας τα εργαστήρια είχαν ειδικευτεί στην κατασκευή υδροχοών σε μορφές ζώων (δείγματα υπάρχουν στο Λούβρο), κηροπηγίων (όπως το κηροπήγιο του καθεδρικού ναού του Μιλάνου του τέλους του 12ου αι. που αποδίδεται στον Νικολά ντε Βερντέν). Στη γοτθική περίοδο κατασκεύαζαν ακόμα κολυμβήθρες (όπως του Αγίου Βαρθολομαίου της Λιέγης). Τα πιο αξιόλογα μεσαιωνικά δείγματα μνημειακής γλυπτικής σε ο. αντιπροσωπεύονται ωστόσο από τις μεγάλες θύρες, κάποτε διακοσμημένες με ένθετο άργυρο, όπως συνήθιζε η βυζαντινή τεχνική (για παράδειγμα, οι θύρες του βαπτιστηρίου του Λατερανού στη Ρώμη, οι θύρες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, 840 μ.Χ.), ή οι χυτές ανάγλυφες ορειχάλκινες ρομανικές θύρες της οθωνικής περιόδου (θύρες του Αγίου Ζήνωνα στη Βερόνα, των μητροπόλεων της Πίζας και του Μονρεάλε, έργα του Μπονάνο, της μητρόπολης του Ραβέλο, έργο του Μπαριζάνο ντα Τράνι, της μητρόπολης του Μπενεβέντο, του Αγίου Μάρκου της Βενετίας κ.ά.) ή οι εκτελεσμένες με ενθετική (όπως οι θύρες των μητροπόλεων του Σαλέρνο, του Αμάλφι, του Σαν Μικέλε αλ Γκάργκανο κ.ά.). Από τη γοτθική εποχή σώζεται η θαυμαστή θύρα του βαπτιστηρίου της Φλωρεντίας, έργο του 1332, του Αντρέα ντα Ποντέντερα. Άλλα αξιόλογα ορειχάλκινα μεσαιωνικά έργα είναι το κεντρικό σύμπλεγμα της Μεγάλης Κρήνης της Περούτζια με τις τρεις νύμφες του Τζοβάννι Πιζάνο και οι ορειχάλκινοι άγγελοι του κεντρικού υπερθύρου της πρόσοψης της μητρόπολης του Ορβιέτο (Λορέντσο Μαϊτάνι). Κατά την Αναγέννηση, στην τεχνική τελειότητα της χύτευσης προσθέτεται η υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα των έργων από ο. Οι περιφημότεροι γλύπτες της εποχής κατασκεύασαν τα αριστουργήματα τους σε ο. και εκμεταλλεύτηκαν τα προτερήματα αυτού του υλικού για να πετύχουν τελείως καινούργια πλαστικά αποτελέσματα.
Από την τεράστια παραγωγή αυτής της περιόδου απομένουν στη Φλωρεντία λαμπρά δείγματα. Είναι οι θύρες του βαπτιστηρίου (του Λορέντσο Γκιμπέρτι), του παλιού ιεροφυλακίου της μητρόπολης (Λούκα ντέλα Ρόμπια) και του Σαν Λορέντσο (Ντονατέλο), ο βωμός του Αγίου Αντωνίου και οι άμβωνες του ίδιου ναού στην Πάντοβα (Ντονατέλο), τα ταφικά μνημεία των παπών Σίξτου Δ’ και Ινοκεντίου H’ στο Βατικανό (Πολλαϊόλο) και τα πολυάριθμα ιερά σκεύη (από τα ωραιότερα είναι της βασιλικής του Αγίου Αντωνίου στην Πάντοβα και της μητρόπολης της Σιένας). Χαρακτηριστικά αναγεννησιακά έργα είναι επίσης τα πολυάριθμα ορειχάλκινα μετάλλια (Πιζανέλο), τα μικρά ανάγλυφα πλακίδια και αγαλματίδια, συχνά επίχρυσα ή επάργυρα, που απεικονίζουν μορφές της μυθολογίας ή ζώα, οι λάμπες, τα κηροπήγια (περίφημο το κηροπήγιο του Ρίτσιο στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου στην Πάντοβα) και διάφορα σκεύη οικιακής χρήσης.
Εκτός από τους Ιταλούς, διακρίθηκαν στη γλυπτική σε ο. οι Γερμανοί Πέτερ Βίσερ ο Πρεσβύτερος και Χανς Λαινμπέργκερ. Από τον 15o αι. ο ο. άρχισε να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο στην παραγωγή κανονιών διακοσμημένων συχνά με ωραιότατα στολίδια. Ο ο. χρησιμοποιήθηκε επίσης ευρύτατα στην εποχή μπαρόκ, εκτός από τη μνημειακή ανδριαντοποιία (Μπερνίνι, Αλγκάρντι) και στη διακόσμηση επίπλων, ρολογιών, στην κατασκευή πολύφωτων και στη στήριξη αντικειμένων από πορσελάνη. Περίφημα ήταν τα γαλλικά χυτήρια ο. την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’. Toν 19o αι., η παραγωγή ο. βιομηχανοποιήθηκε και τις παλιές τεχνικές αντικατέστησαν κατά ένα μέρος οι νέοι τρόποι του γαλβανισμού. Μόνο στη γλυπτική διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα οι παραδοσιακές τεχνικές.
Τον ο. χρησιμοποίησαν επίσης πολύ και οι μουσουλμάνοι για την κατασκευή προϊόντων κάθε είδους, επειδή η θρησκεία τους απαγόρευε γενικά τη χρήση ευγενών μετάλλων. Εκπληκτικά είναι τα διακοσμητικά έργα τους, εκτελεσμένα με λεπτότητα και καλαισθησία και με μεγάλη γνώση των διακοσμητικών τεχνικών, όπως η χάραξη, η λάξευση και η ενθετική (θύρες των τεμενών του Αλ-Μουαγιάντ και του σουλτάνου Χασάν), ο μεγάλος γρύπας του νεκροταφείου της Πίζας (11ος αι.), το ελάφι του Μουσείου του Μονάχου, το Παγώνι του Μουσείου του Λούβρου κ.ά. Από την Ισπανία και από την Αίγυπτο προέρχεται κυρίως μία τεράστια ποσότητα οικιακών αντικειμένων: πολύφωτα, κιγκλιδώματα, σκεύη τραπεζιού κ.ά. (όπως η περίφημη λυχνία του Μωάμεθ Γ’ της Γρανάδας, σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μαδρίτης, και πολύφωτα της μαμελουκικής περιόδου που φυλάσσονται στο Αραβικό Μουσείο του Καΐρου).
Ο ο. ήταν γνωστός από την αρχαία εποχή και στην Κίνα. Τα πρώτα γνωστά έργα ανάγονται στο 1000 π.Χ. και διατηρούν επιγραφές που είναι από τα αρχαιότερα ιστορικά κριτήρια. Στην Ιαπωνία, ο ο. είναι κυρίως συνδεμένος με την βουδική μνημειακή γλυπτική (όπως οι κολοσσιαίοι Βούδες των ναών της Νάρα, 716 μ.Χ., και της Καμακούρα, 1252 μ.Χ.), που επέδρασε σημαντικά στην τέχνη του Σιάμ και της Βιρμανίας (Μυανμάρ). Εξαιρετικά πλούσια και εκλεπτυσμένη ήταν η βιοτεχνική παραγωγή αυτών των λαών σε επιτραπέζια σκεύη και όπλα από o., διακοσμημένο με ένθετο χρυσό και άργυρο και ημιπολύτιμους λίθους, όπως τυρκουάζ και μαλαχίτη και στολισμένο με ζωικά ή φυτικά μοτίβα ή με απλές επιγραφές (Τόκιο, Εθνικό Μουσείο, Τόκιο Αυτοκρατορικό Μουσείο, Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, Παρίσι, Μουσείο Λούβρου).
Και στην ινδική τέχνη ο ο. χρησίμευσε κυρίως για την κατασκευή περίοπτων ιερών αγαλμάτων, από τα οποία σώζονται σπάνια αλλά επιβλητικά δείγματα στο Μουσείο του Μαδράς. Πολυάριθμα επίσης είναι τα αντικείμενα οικιακής χρήσης καθώς και τα τελετουργικά (καμπάνες, λάμπες κ.ά.) με πλούσιες διακοσμήσεις. Χαρακτηριστικά της ινδικής τέχνης του ο. είναι τα εξαρτήματα της πίπας (του 18ου αι.), συχνά στολισμένα με πλούσιες αργυρές διακοσμήσεις.
Ο «κολοσσός της Μπαρλέτα», ορειχάλκινο άγαλμα ύψους πέντε μέτρων, που χρονολογείται στον 4o μ.χ. αιώνα και εικονίζει άγνωστο Ρωμαίο αυτοκράτορα.
Ορειχάλκινα σκεύη. Κινεζικό αγγείο, που χρησίμευε για τελετουργικές σπονδές (12ος - 11ος αιώνας).
Η οθωνικής περιόδου ρομανική θύρα του Αγίου Ζήνωνα του Μεγάλου στη Βερόνα της Ιταλίας (11ος - 12ος αιώνας).
Ινδικό αγαλματίδιο, που παριστάνει τον Κρίσνα σε παιδική ηλικία (14ος - 15ος αιώνας).
Έλασμα με ανάγλυφη διακόσμηση σε μορφή ανθρώπινου προσώπου (Μουσείο Συρακουσών).
Αγγείο 6ου - 5ου πΧ. αιώνα από το νεκροταφείο της Τσερτόζα (Μουσείο Μπολόνιας),
Λεπτομέρεια της «Λύκαινας» δείγμα ετρουσκικής τέχνης του 5ου π.Χ. αιώνα (Ρώμη, Μουσείο Καπιτωλίου).
Ο «Ηνίοχος» (περί το 470 π.Χ.) (Μουσείο Δελφών).
* * *ο (Α ὀρείχαλκος)μεταλλικό κράμα χαλκού και ψευδαργύρου το οποίο έχει χρώμα κίτρινο, λευκοκίτρινο ή υπέρυθρο, επιδέχεται στίλβωση και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για την κατασκευή διαφόρων σκευών, τεμαχίων μηχανών, όπλων και στη διακοσμητική, αλλ. μπρούντζος ψευδαργύρουαρχ.ως επίθ. ορειχάλκινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + χαλκός. Πρόκειται για προσδιοριστικό σύνθ., που έχει σχηματιστεί κατά το πρότυπο τών σύνθ. με β' συνθετικό έναν ρηματ. τ. (πρβλ. ορει-βάτης κ.λπ.). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. orichalcum / aurichalcum) και στη συνέχεια οι ξένες γλώσσες. Η γρφ. τής λ. και τών παραγώγων της (πρβλ. ορειχαλκίτης: aurichalcite) με -au- αντί -ο- οφείλεται στην παρετυμολ. σύνδεση με το λατ. aurum «χρυσός»].
Dictionary of Greek. 2013.